πείνα
Ερμηνεία:
Αίσθημα που οδηγεί τον άνθρωπο σε επείγουσα αναζήτηση τροφής. Κοινωνική κατάσταση κατά την οποία ένα μέρος ενός πληθυσμού ή όλος ο πληθυσμός μιας κατοικιμένης περιοχής της γης αδυνατεί να επιβιώσει, διότι δεν υπάρχει τροφή, λόγω πλήρους καταστροφής της ζωικής και γεωργικής παραγωγής και αδυναμίας εισαγωγής ή αγοράς τροφίμων.
Ετυμολογία:
Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:
Συνώνυμα:
λιμός
Δείτε σχετικές φωτογραφίες της Google »
© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών
Άλλες λέξεις στην κατηγορία Φυσιολογία,:
|